- χτυπώ
- -άω / κτυπῶ, -έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ' τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.)2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» β. «άρχισαν οι τυμπανιστές να χτυπούν τα τύμπανα» γ. «χθόνα δ' ἔκτυπον ὠκέες ἵπποι, νύσσοντες χήλῃσι», Ησίοδ.)3. δίνω, καταφέρω πλήγμα σε κάποιον ή σε κάτι, πλήττω (α. «τόν χτύπησε με τη μαγκούρα» β. «κτύπησε... κρᾱτα πλαγάν», Ευρ.)νεοελλ.1. δέρνω, βαρώ, ξυλοκοπώ (α. «τόν έβαλε κάτω και τόν χτυπούσε, ώσπου λιποθύμησε» β. «τόν χτύπησαν άσχημα στην ασφάλεια»)2. στοχεύω και πετυχαίνω τον στόχο («χτύπησε διάνα»)3. (κατ' επέκτ.) τραυματίζω ή σκοτώνω (α. «η σφαίρα τόν χτύπησε στην καρδιά» β. «χτύπησα δυο λαγούς και μια μπεκάτσα»)4. επιτίθεμαι («μάς κύκλωσαν και μάς χτυπούσαν από παντού»)5. βάλλω, πυροβολώ, βομβαρδίζω (α. «οι ελεύθεροι σκοπευτές χτυπούν αδιάκριτα όποιον κινηθεί» β. «επί δύο ώρες τούς χτυπούσε το πυροβολικό και η αεροπορία»)6. αναταράσσω με γρήγορες αλλεπάλληλες κινήσεις (α. «χτυπώ το αβγολέμονο» β. «εσύ να χτυπήσεις την κρέμα»)7. επιδρώ αρνητικά, επενεργώ βλαβερά, προσβάλλω (α. «το σπίτι μας τό χτυπάει πολύ ο ήλιος» β. «η αρρώστια τόν χτύπησε στα νεφρά» γ. «τις ελιές τίς χτύπησε ο δάκος»)8. επικρίνω με δριμύτητα, μέμφομαι, καταπολεμώ (α. «οι κριτικοί χτύπησαν αλύπητα το έργο του» β. «το νομοσχέδιο χτυπήθηκε από όλους τους βουλευτές τής αντιπολίτευσης» γ. «το κακό πρέπει να τό χτυπήσουμε στη ρίζα του»)9. ναυτ. κατευθύνομαι προς ένα σημείο («μόλις καβαντζάρεις, θα χτυπήσεις το πόρτο»)10. (σχετικά με αυτοκίνητο) τρακάρω («μού χτύπησαν το αμάξι»)11. (αμτβ.) α) πάλλομαι, σφύζω («η καρδιά του μόλις που χτυπάει»)β) αναδίδω χαρακτηριστικό ήχο, ηχώ, σημαίνω (α. «χτυπάει η καμπάνα» β. «δεν χτύπησε ακόμη το κουδούνι» γ. «θα χτυπήσει η σάλπιγγα»)γ) προσκρούω, συγκρούομαι και μωλωπίζομαι (α. «χτύπησε τη μύτη του στο τζάμι» β. «πρόσεχε μην πέσεις και χτυπήσεις»)12. μτφ. α) κάνω εντύπωση, προξενώ σχόλια («αυτό χτυπάει άσχημα» — αυτό προξενεί δυσάρεστη εντύπωση)β) επιδιώκω, θέτω ως σκοπό («χτυπάει την πρώτη θέση στον πίνακα τής βαθμολογίας»)13. (μέσ. και παθ.) χτυπιέμαι και χτυπιούμαια) δέχομαι πλήγμα, επίθεση, προσβολή (α. «χτυπήθηκαν τρεις στρατιώτες» β. «η πρόταση του χτυπήθηκε άσχημα» γ. «χτυπήθηκαν τρία αεροπλάνα»)β) συμπλέκομαι, συγκρούομαι («χτυπήθηκαν πάλι οι αναρχικοί με την αστυνομία»)γ) δέρνομαι, χτυπώ το στήθος ή το κεφάλι μου από θλίψη ή από απελπισία («χτυπιόταν στον τάφο τού παιδιού της»)δ) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι («άδικα χτυπιέμαι τόσα χρόνια»)ε) διαμαρτύρομαι έντονα («όσο και να χτυπιέσαι, δεν θα γίνει το δικό σου»)14. (το γ' εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) χτυπιέται(για γυναίκα ή κίναιδο) έχει έντονη σεξουαλική ζωή15. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χτυπημένος, -η, -ολαβωμένος, τραυματίας16. φρ. α) «τά χτύπησε κάτω» — παραιτήθηκε αγανακτισμένοςβ) «χτυπώ το κεφάλι μου [στον τοίχο]» — μετανιώνω πικράγ) «μού τό χτύπησε κατά πρόσωπο» — μού τό είπε απερίφραστα, μέ κατηγόρησε απροκάλυπταδ) «χτυπώ τα χέρια» — χειροκροτώε) «χτυπώ τα πόδια» — ποδοκροτώ, αποδοκιμάζωστ) «χτυπάει η καρδιά μου» — έχω χτυποκάρδι, αγωνιώζ) «χτυπούν τα δόντια μου» — έχω ρίγη, κρυώνωη) «χτυπάει στο κεφάλι»(για οινοπνευματώδες ποτό) ζαλίζει, προκαλεί πονοκέφαλοθ) «δεν χτυπήσαμε φτερό»i) δεν σκοτώσαμε κανένα θήραμαii) μτφ. αποτύχαμε παταγωδώς, δεν κατορθώσαμε τίποτει) «χτύπησε εγερτήριο [σιωπητήριο, προσκλητήριο]» — σήμανε η σάλπιγγα εγερτήριο [σιωπητήριο, προσκλητήριο]ια) «χτυπάει στα μάτια» — προξενεί ζωηρή εντύπωσηιβ) «μού χτυπάει στο μάτι» — μού ελκύει την προσοχή, μού προξενεί ενδιαφέρονιγ) «μού χτυπάει στα νεύρα» — μέ εκνευρίζει, μέ εξοργίζειιδ) «τόν χτύπησε τρέλα» — τρελάθηκε17. παροιμ. α) «πάρε τον έναν και χτύπα τον άλλο» — ο ένας είναι χειρότερος από τον άλλο, και οι δύο είναι εξίσου κακοί και αξιόμεμπτοιβ) «τού φταίει ο γάιδαρος και εκείνος χτυπάει το σαμάρι» — βλ. σαμάριαρχ.αντηχώ («κτυπέει δ' ὑπ' αὐτοῡ [τοῡ χειμάρρου] ὕλη», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κτύπος).
Dictionary of Greek. 2013.